Πέμπτη 20 Οκτωβρίου 2011

Η Αλληγορια Της Αμαξας I


Ένα πρωϊνό του Οκτώβρη, ακούω στο τηλέφωνο μια γνώριμη φωνή να μου λέει :
“Βγες έξω στο δρόμο, υπάρχει ένα δώρο για σένα”.

Καταχαρούμενος, βγαίνω έξω και βλέπω το δώρο μου. Μια πανέμορφη άμαξα μπροστά στην πόρτα μου, από λουστραρισμένο ξύλο καρυδιάς, με μπρούτζινα χερούλια και φανάρια από λευκή πορσελάνη. Όλα εξαιρετικής ποιότητας, πολύ κομψά, πολύ “chic”. Ανοίγω την πορτούλα και μπαίνω στην άμαξα. Το μεγάλο ημικυκλικό κάθισμα με επένδυση από μπορντό βελούδο και τα κουρτινάκια από λευκή δαντέλα, δίνουν στην καμπίνα μια νότα βασιλικής μεγαλοπρέπειας. Έχω την αίσθηση – αντιλαμβάνομαι απ’ αυτά που βλέπω -, ότι σχεδιάστηκε αποκλειστικά για μένα. Έχει υπολογιστεί η απόσταση για τα πόδια, το μέγεθος του καθίσματος, το ύψος της οροφής… Όλα είναι πάρα πολύ άνετα κι έχει χώρο μόνο για μένα. Από τα παράθυρα βλέπω “το τοπίο” :δεξιά το σπίτι μου, αριστερά το σπίτι του γείτονά μου… Μουρμουρίζω : “Απίθανο δώρο ! Αχ, τι ωραία !….” και κάθομαι λίγο να απολαύσω αυτήν την ωραία αίσθηση.

Στο λεπτό, αρχίζω να βαριέμαι. Η θέα από το παράθυρο είναι πάντα η ίδια. Αναρωτιέμαι : “Πόσον καιρό μπορεί κανείς να βλέπει τα ίδια πράγματα; ” Και καταλήγω ότι το δώρο που μου έκαναν είναι τελείως άχρηστο.

Ενώ εκφράζω το παράπονό μου μεγαλοφώνως, περνάει ο γείτονάς μου και μου λέει, σαν να διαβάζει τη σκέψη μου:
“Δε νομίζεις ότι κάτι λείπει απ’ αυτήν την άμαξα; “
Με απορία (τι να λείπει άραγε;) κοιτάζω τα χαλιά και την ταπετσαρία.
“Λείπουν τα άλογα” μου λέει πριν προλάβω να τον ρωτήσω.
Γι’ αυτό βλέπω όλο τα ίδια – σκέφτομαι -, γι’ αυτό νοιώθω να βαριέμαι…. “Καλά λες” απαντάω.
Οπότε, πάω στο στάβλο του σταθμού, ζεύω στην άμαξα δύο άλογα κι ανεβαίνω πάλι επάνω. Από μέσα φωνάζω : “Ίαααα!”
Και ξεκινάμε….
Η θέα τώρα είναι υπέροχη, καταπληκτική, το τοπίο αλλάζει είναι μια διαρκής έκπληξη.
Ωστόσο, σε λίγο νοιώθω την άμαξα να τραντάζεται και βλέπω ένα ράγισμα στο πλάϊ.
Φταίνε τα άλογα, που με πάνε από κακοτράχαλους δρόμους. Πέφτουν σε λακκούβες, σκαρφαλώνουν ανηφοριές, με οδηγούν σε γειτονιές περίεργες και επικίνδυνες.

Αντιλαμβάνομαι ότι εγώ δεν έχω κανέναν έλεγχο. Τα άλογα με πάνε όπου θέλουν.

Στην αρχή ήταν ωραία, τώρα όμως αισθάνομαι ότι το πράγμα έχει γίνει πολύ επικίνδυνο.
Αρχίζω να φοβάμαι, αλλά ούτε αυτό μου προσφέρει κάτι.
Εκείνη τη στιγμή, περνάει από δίπλα μου ο γείτονας με το αυτοκίνητό του. Του βάζω τις φωνές.
“Ανάθεμά σε! Τι μου ΄κανες!”
“Χρειάζεσαι αμαξά!”
“Άαα! ” κάνω εγώ.
Με μεγάλη δυσκολία, με τη βοήθεια του γείτονα, συγκρατώ τα άλογα και αποφασίζω να προσλάβω αμαξά. Λίγες μέρες μετά, αναλαμβάνει καθήκοντα. Ένας άνθρωπος πολύ τυπικός, προσεκτικός, με σοβαρή όψη, που φαίνεται να ξέρει καλά τη δουλειά του.
Τώρα, μάλιστα. Είμαι έτοιμος να απολαύσω πραγματικά το δώρο μου.
Ανεβαίνω στην άμαξα, τακτοποιούμαι στην καμπίνα, βγάζω το κεφάλι και λέω στον αμαξά που θέλω να πάω.
Αυτός οδηγεί, αυτός ελέγχει την κατάσταση, αυτός αποφασίζει για τη σωστή ταχύτητα και επιλέγει την καλύτερη διαδρομή.

Εγώ…Εγώ, απλώς, απολαμβάνω το ταξίδι. 

Χορχε Μπουκαι                      Posted by Theodora 


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου